- ἔξαινε
- ξαίνωscratchimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναξαίνω — ανάξανα, αναξασμένος 1. λαναρίζω πάλι μαλλί: Έξαινε κι ανάξαινε η καημένη, γιατί το μαλλί δεν ήταν καλό. 2. ερεθίζω ξανά: Μην αναξαίνεις παλιές πληγές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)